- εμπλουτίζω
- μετ. спец. обогащать (почву, руду и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπλουτίζω — εμπλουτίζω, εμπλούτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπλουτίζω — 1. κάνω κάτι πλουσιότερο σε συστατκά, αυξάνω την περιεκτικότητά του («εμπλουτίζω το έδαφος με λιπάσματα») 2. (για νερό) η αύξηση τής παροχής νερού από υπόγειες πηγές με υδραυλικά μέσα 3. καθιστώ κάτι πλουσιότερο, πληρέστερο («εμπλουτίζω τις… … Dictionary of Greek
εμπλουτίζω — εμπλούτισα, εμπλουτίστηκα, εμπλουτισμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι πλουσιότερο σε χρήσιμα συστατικά: Εμπλουτίζω το έδαφος με λιπάσματα. 2. (για υπόγεια νερά), αυξάνω με υδραυλικά έργα την παροχή νερού από υπόγειες πηγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρακώνω — (Α ἀνθρακοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. απανθρακώνω, αποτεφρώνω, μεταβάλλω σε κάρβουνο 2. εμπλουτίζω με άνθρακα αρχ. παθ. 1. γίνομαι κάρβουνο ή στάχτη 2. Ιατρ. πάσχω από άνθρακα … Dictionary of Greek
διανθίζω — (AM διανθίζω) 1. ανθοστολίζω, διακοσμώ με άνθη 2. διακοσμώ με κεντήματα, δαντέλες ή πολύτιμους λίθους 3. εμπλουτίζω τον λόγο με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς, γνωμικά, παροιμίες κ.λπ … Dictionary of Greek
ενανθρακώ — ( όω) και ενανθρακώνω με πυροχημική κατεργασία εμπλουτίζω σίδηρο ή μεταλλικό κράμα με άνθρακα για να αυξηθεί η σκληρότητά του … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
οξυγονώνω — 1. (σχετικά με μέταλλα) ενώνω ένα σώμα μεταλλικό με οξυγόνο, προκαλώ οξείδωση, οξειδώνω 2. εμπλουτίζω με οξυγόνο, αυξάνω την περιεκτικότητα σε οξυγόνο («τα δάση οξυγονώνουν την ατμόσφαιρα») 3. παθ. οξυγονώνομαι α) δεσμεύω οξυγόνο β) καθαρίζομαι… … Dictionary of Greek